Παντού, τον φωνάζουν «Σεφ Ντιμίτρι». Πρόκειται για τον Δημήτρη Κουτσονικόλα, τον μοναδικό έλληνα Σεφ, που κατάφερε μέσα σε 14 χρόνια παρουσίας του στην Αίγυπτο, σε κεντρική αλυσίδα ξενοδοχείων, να καταστεί ο κορυφαίος του είδους, αντλώντας μία σειρά από βραβεία, διακρίσεις και επαίνους, με «όπλο» του την ελληνική μεσογειακή διατροφή, που τον καθιστά πλέον έναν από τους πραγματικούς Έλληνες «Πρέσβεις» στο ξενοδοχειακό χώρο της Μέσης Ανατολής.
Ο «Σεφ Ντιμίτρι» γνωρίζει με τα μικρά τους ονόματα σχεδόν και τους 183 Αιγυπτίους μάγειρες και βοηθούς, που έχει κάτω από την επίβλεψή του, που έχουν γίνει πλέον η δική του μεγάλη οικογένεια. Τα λόγια του λίγα. Αφήνει τους πελάτες του να μιλήσουν για αυτόν. Και εκείνοι τού προσφέρουν πλουσιοπάροχα την εκτίμησή τους, καθώς τόν αναδεικνύουν με τα σχόλια που αφήνουν, επίσημα πλέον για το μήνα Οκτώβριο 2016, ως τον Σεφ με το καλύτερο πρωινό σε ολόκληρη την μεγάλη αλυσίδα των ξενοδοχείων που εργάζεται.
Ο Έλληνας «Σεφ Ντιμίτρι», που έχει διακριθεί «Σεφ της Χρονιάς στη Μ. Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική» για το 2014, λέει πως στην Αίγυπτο, ο μουσακάς λέγεται «μουσα-ά», αλλά δεν είναι αυτό που φτιάχνουμε στην Ελλάδα.
Πριν από 40 περίπου χρόνια άφηνε το Αγρίνιο, το χωριό Καστράκι, κοντά στο φράγμα του Αχελώου, για να μπει στην Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων της Αθήνας, να βγει δεύτερος από όλους τους συμφοιτητές του και να ξεκινήσει μία διεθνή καριέρα, που επιτυχία της λίγοι του επαγγέλματος γνωρίζουν. «Θυμάμαι, τότε, ότι οι πέντε πρώτοι της Σχολής επέλεγαν τα ξενοδοχεία που ήθελαν να δουλέψουν. Εκείνη τη χρονιά, που βγήκα δεύτερος, ο πρώτος επέλεξε το «Μεγάλη Βρετανία». Εγώ επέλεξα το «Χίλτον» της Αθήνας. Και ήταν σημαδιακό, καθώς όπως συμβαίνει εδώ και 40 χρόνια, συνεχίζω και δουλεύω στην ίδια αυτή μεγάλη αλυσίδα ξενοδοχείων».
Για κείνον πλέον, σπίτι του είναι η Αίγυπτος, που τον έχει αγκαλιάσει σαν ένα δικό της άνθρωπο. Όπως και όλους τους Έλληνες που διαπρέπουν στη Χώρα του Νείλου. «Νιώθω σαν στο σπίτι μου…» μάς λέει. «Οι σχέσεις μου είναι με όλους άριστες. Από τον Γενικό Διευθυντή, μέχρι και τον χαμηλότερο εργαζόμενο». Όπως χαρακτηριστικά λέει: «Είμαστε πολύ κοντά, οι Έλληνες και οι Αιγύπτιοι. Μάς αγαπάνε. Έχουμε την ίδια νοοτροπία.».
«Η μεγάλη μου χαρά είναι να προσφέρω τις ελληνικές γεύσεις και μυρωδιές σε όλον τον κόσμο, ιδιαίτερα σε κείνους που επιζητούν μόνιμα το καλό ελληνικό φαγητό», λέει πριν αποκαλύψει ότι στο ξενοδοχείο που εργάζεται θα ξεκινήσει σύντομα ελληνικό στέκι στον πιο ψηλό όροφο του ουρανοξύστη, «παντρεύοντας την ελληνική και μεσογειακή γαστρονομική κουλτούρα με την ομορφιά από ψηλά του Καΐρου, μιας από τις ομορφότερες πρωτεύουσες του κόσμου…»
Μιλώντας για τα φαγητά που προτιμά αναφέρει πως «Θα σάς φανεί περίεργο, αλλά μετά από τόσα χρόνια δουλειάς, εκπαίδευσης, εμπειριών, δε μπορώ να ξεχάσω ποτέ το πώς οι Ελληνίδες μαγείρισσες, όπως η μητέρα μου, φτιάχνουν ακόμη και το πιο απλό φαγητό, ακόμη και την πιο απλή σαλάτα, να είναι η πιο γευστική και η πιο χορταστική στον κόσμο… Ίσως, γιατί δεν αρκούν μόνον τα καλά προϊόντα για να φτιάξεις ένα ωραίο φαγητό. Αυτό που χρειάζεται περισσότερο για αυτό το απαιτητικό επάγγελμα, πέρα από τις αναγκαίες ατέλειωτες ώρες απασχόλησης, είναι η μεγάλη αγάπη για τις ελληνικές γεύσεις και το πραγματικό μεράκι να προσφέρεις Ελλάδα…»
Μιλώντας για τις δυσάρεστες περιόδους της εμπειρίας του στο εξωτερικό, θυμάται την περίοδο της Αιγυπτιακής Επανάστασης, στο Κάιρο, το 2011. «Τότε, ήταν δύσκολο ακόμη και τα απαραίτητα προϊόντα να προμηθευτείς. Δεν είχα παρά τα ελάχιστα για να ταΐσω τον κόσμο, όπου εδώ στο ξενοδοχείο, διέμεναν οι περισσότερες δημοσιογραφικές αποστολές που κάλυπταν τα γεγονότα εκείνης της εποχής… Έστελνα τους υπαλλήλους μου έξω, στα διπλανά μαγαζιά, για να εξασφαλίζω τα απολύτως αναγκαία: ψωμί, αυγά, αλεύρι, καφέ, γάλα. Όλες οι μάχες που άλλαξαν το ρου της ιστορίας της Αιγύπτου, μπροστά στα μάτια μας διαδραματίζονταν! Τα καταφέραμε όμως…»
Ο Δημήτρης Κουτσονικόλας είναι πλέον ο Έλληνας που μέσα από το αρχηγείο του, στο κεντρικό ξενοδοχείο του Καΐρου, συνεχίζει να είναι ένας από τους πιο γνήσιους εκπροσώπους ενός από τα χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτισμού, που τόσο κοντά βρίσκεται και με τον αιγυπτιακό. Και να τούς μαθαίνει ότι ο «μουσα-ά» έχει το πιο αγαπημένο και λατρευτό του αδελφό, τον «μουσακά», που και οι δύο συνυπάρχουν μέσα στην όμορφη Χώρα του Νείλου, όπως οι Έλληνες με τους Αιγυπτίους εδώ και χιλιάδες χρόνια…
Πηγή: http://pyramisnews.gr/o-ellinas-chef-tis-ellinikis-mageirikis-sti-mesi-anatoli/